φούρια

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. βιασύνη, βία, σπουδή («στη φούρια της δουλειάς»)
2. ορμητική, βίαιη κίνηση («μπήκε με φούρια και αναποδογύρισε τα πάντα στο πέρασμά του»)
3. φρ. «είμαι στις φούριες μου» ή «έχω φούριες» — βιάζομαι πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. furia < λατ. furia «μανία, ενθουσιασμός»].