θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
η, Νζωολ. κοινή ονομασία τών ρεγγόμορφων ψαριών του γένους σαρδινέλα, συγγενικών με την ρέγγα και με την σαρδέλα, που είναι γνωστά και ως τριχιοί.