φρίσσα

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

η, Ν
ζωολ. κοινή ονομασία τών ρεγγόμορφων ψαριών του γένους σαρδινέλα, συγγενικών με την ρέγγα και με την σαρδέλα, που είναι γνωστά και ως τριχιοί.