φρενοκρατής
From LSJ
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
Εἰ μὴ φυλάσσεις μίκρ', ἀπολεῖς τὰ μείζονα → Maiora perdes, minima ni servaveris → Wer Kleines nicht erhält, verliert das Größre auch
-ές, Α
(ιδίως για τον έρωτα) αυτός που κυριαρχεί στην σκέψη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρήν, φρενός + -κρατής (< κράτος), πρβλ. ναυκρατής, πολυκρατής].