Ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → Woman is silver-plated dirt → Argento sordes illitas puta mulierem → Mit Silber überzogner Schmutz ist eine Frau
ο, Νιατρ. (παλ. όρος) σπασμός του διαφράγματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπασμός.