φρενόσπασμος

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
ιατρ. (παλ. όρος) σπασμός του διαφράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρην, φρενός + σπασμός.