φρικίασις
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
English (LSJ)
-εως, ἡ, shivering, Sch.Poet. de herb. 166.
German (Pape)
[Seite 1306] ἡ, u. φρικιασμός, ὁ, Fieberschauer, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
φρῑκίασις: -εως, ἡ, ἀνατρίχιασμα, ἀνατριχίλα, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθ.) σ. 478, πρβλ. Φαβρικ. Ἑλλ. Βιβλιοθ. 2. 654 (ἐκδόσ. 1).