φτερολογιέμαι

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source

Greek Monolingual

Ν
(για πτηνό)
1. αρχίζω να βγάζω φτερά
2. δοκιμάζω τις φτερούγες μου για να πετάξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτερό + -λογιέμαι (βλ. και -λογώ), πρβλ. τραβολογιέμαι].