φτωχούτσικος
From LSJ
Κακὸν μέγιστον ἐν βροτοῖς ἀπληστία → Malumm est hominibus maximum immoderatio → Das größte Übel ist bei Menschen Völlerei
Greek Monolingual
-η, -ο, Ν
υποκορ. σχετικά φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].