φτωχούτσικος

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
υποκορ. σχετικά φτωχός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχός + υποκορ. κατάλ. -ούτσικος (πρβλ. μικρούτσικος)].