φυγοδικώ

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

φυγοδικῶ, -έω, ΝΜΑ φυγόδικος
αποφεύγω τη δίκη, δεν παρουσιάζομαι στο δικαστήριο για να δικαστώ.