Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φυλάκιση

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. εγκλεισμός σε φυλακή
2. το να είναι κανείς μέσα στη φυλακή, η κατάσταση του φυλακισμένου ή του υποδίκου
3. (νομ.) ποινή στερητική της ελευθερίας και διάρκειας από δέκα ημέρες έως πέντε έτη, η οποία επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στους δράστες πλημμελημάτων και εκτίεται στις φυλακές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυλακίζω. Η λ., στον λόγιο τ. φυλάκισις, μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες].