φυλαδόν

English (LSJ)

Adv. by tribes, Sch.BT Il.12.3.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. κατά φυλές, χωρισμένος σε φυλές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φῦλον / φυλή + επιρρμ. κατάλ. -αδόν (πρβλ. ὁμιλαδόν)].