φυματιώ

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

Greek Monolingual

-άω, Ν
είμαι φυματικός, πάσχω από φυματίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύμα, φύματος + κατάλ. -ιώ (< αρχ. κατάλ. -ιῶ / -ιάω τών ρ. που δηλώνουν ασθένεια), πρβλ. ωχρ-ιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον θ. Αφεντούλη].