φυσιογνωμιστής

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

ο, Ν
μελετητής της φυσιογνωμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωμία + κατάλ. -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιογνωμισταί, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].