φυσιογνωμιστής
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
Greek Monolingual
ο, Ν
μελετητής της φυσιογνωμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωμία + κατάλ. -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιογνωμισταί, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].