φυσιογνωμιστής
From LSJ
μεγάλα ταῖς ἐλπίσι περινοέω → cherish great anticipations, form great projects
Greek Monolingual
ο, Ν
μελετητής της φυσιογνωμικής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιογνωμία + κατάλ. -ιστής. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. φυσιογνωμισταί, μαρτυρείται από το 1885 στην εφημερίδα Ακρόπολις].