μελετητής

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

Greek Monolingual

ο (Α μελετητής) μελετώ
νεοελλ.
επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται μεθοδικά με τη μελέτη επιστημονικών θεμάτων
αρχ.
αυτός που δημηγορεί, ο ρήτορας.