φωνοθήκη

From LSJ

ἡδέως γὰρ ἀνέχεσθε τῶν ἀφρόνων → for you suffer fools gladly (2 Corinthians 11:19)

Source

Greek Monolingual

η, Ν
αίθουσα ή αρχείο όπου τοποθετούνται ή αρχειοθετούνται δίσκοι ή ηχογραφημένες μαγνητοταινίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + θήκη.