φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife
η, Νιατρ. παθολογική φοβία να μιλάει κανείς μεγαλόφωνα.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phonophobia < φωνή + φοβία].