φωσγένιο

From LSJ

Ξίφος τιτρώσκει σῶμα, τὸν δὲ νοῦν λόγος → Ut corpus ensis, verba mentem sauciant → Das Schwert verletzt den Körper, doch den Sinn das Wort

Menander, Monostichoi, 393

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, που είναι χλωρίδιο του ανθρακικού οξέος, γνωστό και ως καρβονυλοχλωρίδιο ή οξυχλωριούχος άνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosgene < φως + γένος].