φωσγένιο

From LSJ

Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit

Menander, Monostichoi, 343

Greek Monolingual

το, Ν
χημ. άκυκλη οργανική ένωση, που είναι χλωρίδιο του ανθρακικού οξέος, γνωστό και ως καρβονυλοχλωρίδιο ή οξυχλωριούχος άνθρακας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. phosgene < φως + γένος].