χαλυβουργία
From LSJ
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
Greek Monolingual
η, Ν
1. το σύνολο τών βιομηχανικών διεργασιών που απαιτούνται για την παρασκευή και κατεργασία του χάλυβα
2. (με ευρεία σημ.) το σύνολο της βαριάς μεταλλουργίας του σιδήρου
3. ο αντίστοιχος βιομηχανικός κλάδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάλυβας + -ουργία (< -ουρ-γός < έργο), πρβλ. υφαντ-ουργία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Δ. Θερειανό].