και χαμοληός, ο, Ν1. βοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών2. ζωολ. κοινή ονομασία του ζώου χαμαιλέων.[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. χαμολιός έχει σχηματιστεί με συνίζηση από το μτγν. χαμαίλεος, μεταπλασμένο τ. του χαμαιλέων, κατά τη θεματική κλίση].