τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
SourceGreek Monotonic
χᾰνεῖν: απαρ. αορ. βʹ του χάσκω· χάνοι, γʹ ενικ. ευκτ.
Russian (Dvoretsky)
χανεῖν: inf. aor. 2 к χαίνω и χάσχω.