ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
και χατζάρα, η, Νμεγάλο χαντζάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαντζάρι / χατζάρι + μεγεθ. κατάλ. -α (πρβλ. κουτάλα)].