χαριέστατος

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source

French (Bailly abrégé)

η, ον :
Sp. de χαρίεις.

Russian (Dvoretsky)

χᾰριέστατος: superl. к χαρίεις.