Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χαριτολόγος

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282

Greek Monolingual

-ο, Ν
1. (για πρόσ.) αυτός που χαριτολογεί
2. (με παθ. σημ.) αυτός που λέγεται με χάρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -λόγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Εφημερίς].