χασμουριέμαι

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

Greek Monolingual

και χασμουριούμαι ή χασμουριώμαι Ν
1. έχω χασμουρητό, χασμώμαι
2. (ειδικά) νυστάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νεοελλ. τ. του ρ. χασμῶμαι σχηματισμένοι μέσω ενός αμάρτυρου ουσ. χασμ-ούρα (< χάσμη + κατάλ. -ούρα, πρβλ. χασούρα)].