χειμάδι
From LSJ
ὑπὲρ κεφαλῆς γῆρας ὑπερκρέμαται → old age hangs over one's head
Greek Monolingual
το / χειμάδιον ΝΜΑ
τόπος προφυλαγμένος από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες του χειμώνα, ο οποίος είναι κατάλληλος για διαχείμαση
νεοελλ.
(κυρίως σχετικά με ποίμνια) χειμαδιό
αρχ.
φρ. «χειμάδια πήγνυμαι» — κατασκευάζω κατοικία κατάλληλη για τη χειμερινή διαμονή μου, το ξεχειμώνιασμα (Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα + κατάλ. -άδιον (πρβλ. μνημ-άδιον: μνῆμα)].