ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
(=διεκδικῶ μέ τά χέρια μου τό δίκαιο, δέρνω). Ἀπό τό χειροδίκης → χείρ + δίκη, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα, καθώς καί στή λέξη χείρ.