χειρολαβή

From LSJ

πλέων επί οίνοπα πόντον επ' αλλοθρόους ανθρώπους → while sailing over the wine-dark sea to men of strange speech

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. επίμηκες ξύλινο ή μεταλλικό στήριγμα για τα χέρια πάνω σε κιγκλίδωμα σκάλας, χειραγωγός
2. αναρτημένο στήριγμα σε λεωφορεία και σε άλλα οχήματα για να κρατιούνται οι όρθιοι επιβάτες
3. η λαβή εργαλείου ή μηχανήματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + λαβή.