χειροπιαστός

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source

Greek Monolingual

και χεροπιαστός, -ή, -ό, Ν
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να πιάσει, να αγγίξει με τα χέρια, απτός, συγκεκριμένος, σε αντιδιαστολή προς τον φανταστικό, τον ιδεατό
2. ολοφάνερος, σαφέστατος (α. «χειροπιαστή πραγματικότητα» β. «χειροπιαστό παράδειγμα δωροδοκίας»).
επίρρ...
χειροπιαστά Ν
1. με χειροπιαστό τρόπο, απτά
2. ολοφάνερα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + πιάνω].