χειρόπους

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειρόπους Medium diacritics: χειρόπους Low diacritics: χειρόπους Capitals: ΧΕΙΡΟΠΟΥΣ
Transliteration A: cheirópous Transliteration B: cheiropous Transliteration C: cheiropous Beta Code: xeiro/pous

English (LSJ)

ὁ, ἡ, χειρόπουν, τό, gen. -ποδος, = χειροπόδης, Poll.2.152.

German (Pape)

[Seite 1346] ὁ, ἡ, -πουν, τό, gen. -ποδος, aufgesprungene od. aufgeborstene Füße habend, οἱ τοὺς πόδας κατεῤῥηγμένοι, Poll. 2, 152; Hesych. Vgl. χειροπόδης.

Greek (Liddell-Scott)

χειρόπους: ὁ, ἡ, -πουν, τό, πρβλ. χειροπόδης.

Greek Monolingual

-ουν, Α
βλ. χιρόπους.