χιονόχρους

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-ουν, Μ
(συνηρ. τ.) βλ. χιονόχροος.

German (Pape)

ουν, zusammengezogen aus χιονόχροος.