χολόσταση

From LSJ

Μεγάλη τυραννὶς ἀνδρὶ πλουσία (τέκνα καὶ) γυνή → Duxisse ditem, servitus magna est viro → Gar sehr tyrannisiert die reiche Frau den Mann

Menander, Monostichoi, 363

Greek Monolingual

η, Ν
ιατρ. παύση της ροής της χολής στις εξωήπατικές χοληφόρες οδούς ή στο εσωτερικό του ήπατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cholostase < χολή + στάση].