χοντρόσωμος
From LSJ
Μὴ σπεῦδ', ἃ μὴ δεῖ, μηδ', ἃ δεῖ, σπεύδειν μένε → Ne agas celeria tarde, aut tarda celeriter → Unnötiges tu nicht, was nötig ist, tu gleich
Greek Monolingual
και χονδρόσωμος, -η, -ο, Ν
άτομο με ογκώδες σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χοντρ(ο)- / χονδρ(ο) + -σωμoς (< σώμα), πρβλ. μικρό-σωμος. Ο τ. χονδρόσωμος μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].