ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off
-έω, Αρυθμίζω τους βασικούς τόνους τών χορδών ενός μουσικού οργάνου, κουρντίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < χορδή + -λογῶ].