χορτασιά
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
η / χορτασία, ΝΜΑ
χορτασμός
αρχ.
φαγητό με το οποίο χορταίνει κανείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χορτάζω. Ο νεοελλ. τ. χορτασιά < αρχ. χορτασία με συνίζηση].