χρηματιστηριακός

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160

Greek Monolingual

-ή, -ό, Ν
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο χρηματιστήριο ή αυτός που γίνεται μέσω του χρηματιστηρίου
2. φρ. α) «χρηματιστηριακά δικαστήρια» — ειδικά δικαστήρια, αρμόδια για την εκδίκαση τών διαφορών που προκύπτουν κατά τις χρηματιστηριακές συναλλαγές μεταξύ χρηματιστών, μεσιτών και ιδιωτών
β) «χρηματιστηριακά πράγματα»
(παλ. όρος)
τα χρηματιστηριακά προϊόντα
γ) «χρηματιστηριακά προϊόντα»
(οικον.) προϊόντα που αποτελούν αντικείμενο συναλλαγής στο χρηματιστήριο αξιών ή στο χρηματιστήριο εμπορευμάτων
δ) «χρηματιστηριακές αξίες» — αξίες διαπραγματεύσιμες στο χρηματιστήριο
ε) «χρηματιστηριακές συναλλαγές» — οι δικαιοπραξίες που συνάπτονται στο χρηματιστήριο σύμφωνα με τους κανόνες του και οι οποίες έχουν ως αντικείμενο χρηματιστηριακά προϊόντα
στ) «χρηματιστηριακή αγορά»
(οικον.) i) το σύνολο τών συναλλασσόμενων νομικών και φυσικών προσώπων στο χρηματιστήριο
ii) το σύνολο τών αγοραπωλησιών που γίνονται στο χρηματιστήριο
ζ) «ανεπίσημη χρηματιστηριακή αγορά» — αγοραπωλησίες μετοχών και ομολογιών που δεν συνάπτονται στο χρηματιστήριο
η) «χρηματιστηριακό [ή χρηματιστικό] κεφάλαιο» — το σύνολο τών κεφαλαίων που διακινούνται μέσω του χρηματιστηρίου αξιών.
επίρρ...
χρηματιστηριακώς και χρηματιστηριακά Ν
με χρηματιστηριακό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρηματιστήριο. Η λ. μαρτυρείται από το 1844 στην εφημερίδα Αιών].