χρυσαλλίς

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσαλλίς Medium diacritics: χρυσαλλίς Low diacritics: χρυσαλλίς Capitals: ΧΡΥΣΑΛΛΙΣ
Transliteration A: chrysallís Transliteration B: chrysallis Transliteration C: chrysallis Beta Code: xrusalli/s

English (LSJ)

-ίδος, ἡ,
A chrysalis, Arist.HA551a19, GA758b31, Thphr. HP 2.4.4, etc.
II old name for a cockchafer, Eust.1329.29.

German (Pape)

[Seite 1378] ίδος, ἡ, die goldfarbige Puppe der Schmetterlinge, aurelia, Arist. H. A. 5, 19 Gen. an. 2, 1.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσαλλίς: -ίδος, ἡ, ἡ ἐντὸς κελύφους κλεισθεῖσα κάμπη καὶ ἐκεῖ μεταβαλοῦσα μορφὴν καὶ σχῆμα, «μετὰ δὲ ταῦτα αὐξηθεῖσαι (αἱ κάμπαι) ἀκινητίζουσι, καὶ μεταβάλλουσι τὴν μορφήν, καὶ καλοῦνται χρυσαλίδες, καὶ σκληρὸν ἔχουσι τὸ κέλυφος, ἁπτομένου δὲ κινοῦνται, προσέρχονται δὲ πόροις ἀραχνιώδεσιν οὔτε στόμα ἔχουσαι οὔτ’ ἄλλο τὸ μορίων διάθηλον οὐθέν· χρόνου δ’ οὐ πολλοῦ διελθόντες, περιρρήγνυται τὸ κέλυφος καὶ ἐκπέτεται ἐξ αὐτῶν πτερωτὰ ζῷα, ἃς καλοῦμεν ψυχάς», πεταλούδας, chrysalis aurelia, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζῷα Ἱστ. 5. 19, 9, π. Ζ. Γεν. 3. 9, 9, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 4, 4, κλπ.

Russian (Dvoretsky)

χρῡσαλλίς: ίδος ἡ зоол. куколка Arst.