χρυσοκόμη
English (LSJ)
ἡ, immortelle, Helichrysum orientale, Dsc.4.55, Plin.HN21.50, 148.
German (Pape)
[Seite 1381] ἡ, Goldhaar, Pflanze, Diosc., Plin.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσοκόμη: ἡ бот. хрисокома, «златовлас» (Chrysocoma linosyris, из семейства сложноцветных) Arst.
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσοκόμη: ἡ, φυτόν τι, Chrysocoma linosyris, Ἀριστοτ. περὶ Φυτ. 2. 7, 1, Διοσκ. 4. 55· πρβλ. χρυσίτης.
Greek Monolingual
η, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. γένος θαμνωδών φυτών
αρχ.
μικρό φρυγανώδες φυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + κόμη (πρβλ. κερασκόμη). Ως όρος της βοτ., η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. νεολατ. chrysocoma].