κερασκόμη

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερασκόμη Medium diacritics: κερασκόμη Low diacritics: κερασκόμη Capitals: ΚΕΡΑΣΚΟΜΗ
Transliteration A: keraskómē Transliteration B: keraskomē Transliteration C: keraskomi Beta Code: kerasko/mh

English (LSJ)

ἡ, = κέρας VIII, Ps.-Dsc.3.52, 120 codd.

German (Pape)

[Seite 1421] ἡ, Pastinak, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

κερασκόμη: ἡ, = σταφυλῖνος, εἶδος δαυκίου Διοσκ. 3. 59· ― -κόμιον, τό, = οἰνάνθη, αὐτόθι 125.

Greek Monolingual

κερασκόμη, ἡ (Α)
το φυτό σταφυλίνος ο άγριος, είδος καρότου.