χρυσολάμπω

From LSJ

Ἐξ ἡδονῆς γὰρ φύεται τὸ δυστυχεῖν → Nempe est voluptas mater infortunii → Denn aus der Lust erwächst des Unheils Missgeschick

Menander, Monostichoi, 184

Greek Monolingual

Ν
λάμπω σαν χρυσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + λάμπω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].