οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart
Ν
λάμπω σαν χρυσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + λάμπω. Το ρ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].