χρυσωρυχείο
From LSJ
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ᾽ ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ᾽ ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
Greek Monolingual
το / χρυσωρυχεῖον, ΝΜΑ χρυσωρύχος
ορυχείο χρυσού
νεοελλ.
μτφ. πηγή άφθονου πλούτου («η δουλειά αυτή είναι σωστό χρυσωρυχείο»).