χρυσόξανθος

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που έχει χρώμα ξανθό που χρυσίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + ξανθός. Το επίθ. μαρτυρείται από το 1883 στον Ανδρέα Κορδέλλα].