χυτοσίδηρος
From LSJ
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
εἰ μὴ προσέθηκα καὶ κατεσιώπησα ψυχήν μου, ὡς τὸ ἀπογεγαλακτισμένος ἐπὶ μητέρα αὐτοῦ → surely I have calmed and quieted my soul like a weaned child on its mother's shoulder
ο, Ν
(μεταλργ.) κράμα από σίδηρο και άνθρακα και χαμηλές αναλογίες πυριτίου και μαγγανίου, καθώς και προσμίξεις θείου και φωσφόρου, που παράγεται σε ειδικές υψικαμίνους, κν. μαντέμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + σίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].