χυτοσίδηρος
From LSJ
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
ο, Ν
(μεταλργ.) κράμα από σίδηρο και άνθρακα και χαμηλές αναλογίες πυριτίου και μαγγανίου, καθώς και προσμίξεις θείου και φωσφόρου, που παράγεται σε ειδικές υψικαμίνους, κν. μαντέμι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χυτός + σίδηρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1870 στον Γρ. Χαντσερή].