χωλοίπους
From LSJ
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
English (LSJ)
v. χαλαίπους.
German (Pape)
[Seite 1386] πουν, gen. ποδος, lahmfüßig, p. = χωλόπους.
Greek Monolingual
-ουν, Α
βλ. χωλόπους.