χύλωση

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

η / χύλωσις, -ώσεως, ΝΜΑ [[χυλῶ / -ώνω]]
1. η χυλοποίηση τών τροφών κατά την πέψη
2. πύκνωση ενός χυμού με βρασμό.