χώσεται

From LSJ

σὺν μυρίοισι τὰ καλὰ γίγνεται πόνοις → good things come with many pains | no pain, no gain

Source

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. f. ind. ou poét. 3ᵉ sg. sbj. ao. Moy. de χώομαι.

Greek Monotonic

χώσεται: Επικ. αντί χώσηται, γʹ ενικ. υποτ. αορ. αʹ του χώομαι.

Russian (Dvoretsky)

χώσεται: эп. (= χώσηται) 3 л. sing. aor. conjct. к χώομαι.